- σφοδροῖς
- σφοδρόςvehementmasc/neut dat plσφοδρόςvehementmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθύομαι — (Α) (επιτατ. τού ύομαι) καταβρέχομαι («καθύομαι σφοδροῑς ὄμβροις», Στέφ. Βυζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὕομαι «βρέχομαι»] … Dictionary of Greek